Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

) η δεκαετηρίδα

  • 1 десятилетие

    десятилетие с 1) η δεκαετία 2) (юбилей ) η δεκαετηρίδα
    * * *
    с
    1) η δεκαετία
    2) ( юбилей) η δεκαετηρίδα

    Русско-греческий словарь > десятилетие

  • 2 восьмидесятый

    восьмидесят||ый
    числит, порядк. ὀγ-δοηκοστός:
    \восьмидесятыйые годы ἡ ἐνάτη δεκαετηρίδα.

    Русско-новогреческий словарь > восьмидесятый

  • 3 год

    год
    м
    1. (промежуток времени) ὁ χρόνος, ἡ χρονιά, τό ἐτος:
    текущий \год τό τρέχον ἐτος, ὁ φετεινός χρόνος· бюджетный \год τό οίκονομικόν ἔτος· учебный \год τό σχολικόν ἔτος, ἡ σχολική χρονιά· високосный \год τό δίσεκτο ἐτος· урожайный \год χρόνος πλούσιας σοδειάς· времена \года οἱ ἐποχές τοῦ ἐτους' \год рождения χρόνος γέννησης, ἐτος γεννήσεως· \год смерти ἡ ἡμερομηνία θανάτού ему́ три \года εἶναι τριῶν χρονῶν (ἐτῶν)· ему́ шестнадцатый \год εἶναι δεκαέξη χρονών (ἐτών), περπατά στά δεκάξη· в будущем \году́ τοῦ χρόνου, στό ἐπόμενο ἐτος· в прошлом \году́ πέρυσι, πέρσι, τόν περασμένο χρόνο, τό παρελθόν ἐτος· в позапрошлом \году́ πρόπερσι, τό προπαρελθόν ἔτος· Два \года тому́ назад δυό χρόνια πρίν, πρό δυό ἐτῶν два \года спустя μετά ἀπό δυό χρόνια· через \год μετά ἀπό ἕνα χρόνο· около \года ἕνα χρόνο περίπού два раза в \год δυό φορές τό χρόνο, δίς τοῦ ἐτους' из \года в \год κάθε χρόνο· \год от \году ἀπό χρονιά σέ χρονιά· \год за \годом κάθε χρόνο· за \год до... ἕνα χρόνο πρίν...· в течение \года μέσα στό χρόνο, στή διάρκεια τοῦ ἔτους· по истечении \года μετά παρέλευσιν ἐτους· с этого \года ἀπό φέτος, ἀπό τούτη τή χρονιά· в том же \году́ τόν ίδιο χρόνο, τό ἰδιο ἔτος· около \года ἕνα χρόνο περίπου· за (один) \год μέσα σ' ἕνα χρόνο, στή διάρκεια ἐνός ἔτοῦς·
    2. \год||ы мн. (эпоха, период времени) τά χρόνια, ὁ καιρός:
    детские \годы τά παιδικά χρόνια· двадцатые \годы τά χρόνια 20-30, ἡ τρίτη δεκαετηρίδα· люди сороковых \годо́в ἡ γενιά τοῦ σαράντα·
    3. \год||ы мн. (возраст) ἡ ήλικία, τά χρόνια:
    он в \годах εἶναι ἡλικιωμένος· в мой \годы στήν ἡλικία μου, στά χρόνια μου· ◊ Новый \год τό νέον ἔτος, ὁ καινούριος χρόνος, ἡ πρωτοχρονιά· с Новым \годом! Καλή χρονιά!, Καλή πρωτοχρονιά!, εὐτυχές τό Νέον ἔτος!· кру́г-лый \год ὁλοχρονίς, ὅλο τό χρόνο· без \году неделя разг, ар он. πολύ λίγο διάστημα.

    Русско-новогреческий словарь > год

  • 4 девяностый

    девяност||ый
    числ. порядк. ἐνενηκοσ-τός:
    в \девяностыйых годах девятнадцатого века στήν τελευταία δεκαετηρίδα τοῦ δεκάτου ἐνάτου αἰώνα, στά 1890-1900.

    Русско-новогреческий словарь > девяностый

  • 5 десятилетие

    десятилетие
    с
    1. (срок) ἡ δεκαετία·
    2. (годовщина) ἡ δεκαετηρίδα [-ίς].

    Русско-новогреческий словарь > десятилетие

  • 6 пятидесятый

    пятидесятый
    числ. порядк. πεντηκοστός:
    \пятидесятыйая страница πεντηκοστή σελίδα· в \пятидесятыйые годы στήν ἐκτη δεκαετηρίδα, στά χρόνια πενήντα ὡς ἐξήντα.

    Русско-новогреческий словарь > пятидесятый

  • 7 семидесятый

    семидесятый
    числ. порядк. ἐβδομηκοστός:
    \семидесятыйая страница ἡ ἐβδομηκοστή σελίδα· \семидесятыйые годы ὁγδόη δεκαετηρίδα

    Русско-новогреческий словарь > семидесятый

  • 8 десятилетие

    ουδ.
    1. δεκαετία.
    2. δεκαετηρίδα.

    Большой русско-греческий словарь > десятилетие

См. также в других словарях:

  • δεκαετηρίδα — η 1. χρονική περίοδος δέκα ετών, δεκαετία. 2. οποιασδήποτε μορφής επέτειος δέκα χρόνων: Φέτος γιόρτασαν την πρώτη δεκαετηρίδα του γάμου τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεκαετηρίδα — και δεκαετηρίς, η (AM δεκαετηρίς) [δεκαέτηρος] 1. δεκαετία, περίοδος δέκα ετών 2. επέτειος συμπληρώσεως δέκα ετών κάποιου αξιόλογου γεγονότος αρχ. γιορτή που τελείται ανά δεκαετία …   Dictionary of Greek

  • δεκαετηρίδα — δεκαέτηρος ten yearly fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • VOTIVI Nummi — qui Vota publica nuncupata, suscepta, et soluta, pro salute Principis, in Inscr. suis praeferunt, vel quod iis, quibus suscepta sunt annis, cusi ac formati, id nomen accepêre. Et quidem, ut Votorum istorum origo ab ipsis primordiis repetatur,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δεκάχρονος — η, ο (AM δεκάχρονος, ον) 1. αυτός που έχει ηλικία δέκα χρόνων 2. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα δεκάχρονα η δεκαετία, η δεκαετηρίδα …   Dictionary of Greek

  • Τζανής, Μάρκος — Αρματολός από την Κρήτη, που έδρασε στην τελευταία δεκαετηρίδα του 17ου αι. Αναφέρεται και με το παρωνύμιο Φόβος. Καταγόταν από το χωριό Λάκκοι του νομού Χανίων και διακρίθηκε για την ανδρεία του στους αγώνες του εναντίον των Τούρκων. Μετά την… …   Dictionary of Greek

  • δεκάχρονος — η, ο 1. αυτός που έχει ηλικία ή διάρκεια δέκα ετών. 2. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., δεκάχρονα η δεκαετηρίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»